τρανσουράνιος

τρανσουράνιος
-α, -ο, Ν
φρ. «τρανσουράνια στοιχεία»
χημ. τα στοιχεία που, στον πίνακα τού περιοδικού συστήματος, βρίσκονται πέρα από το ουράνιο, αλλ. υπερουράνια στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. transuraniens < trans- (< λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι» + uraniens (< ουρανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”